ὀλιγόστιχα

ὀλιγόστιχα
ὀλιγόστιχος
consisting of few lines
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πριάπειος — α, ο / πριάπειος, εία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. πριήπειος, είη, ον, Α [Πρίαπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πρίαπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πριάπεια συλλογή από 80 ολιγόστιχα ενδεκασύλλαβα και ελεγειακά λατινικά ποιήματα γραμμένα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”